- πριαπίσκος
- ὁ, Α1. διαστολέας ή υπόθετο τού πρωκτού2. ιατρ. πώμα για τα ρουθούνια3. περινεϊκός γόμφος4. το φυτό σατύριον*5. άλλη ονομασία για το φυτό ερυθρόνιο6. μικρό ανδρικό μόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίαπος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].
Dictionary of Greek. 2013.